Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

θεωρώ κάποιον

  • 1 θεωρώ

    (ε) μετ.
    1) смотреть (на кого-что-л.), созерцать; наблюдать (за кем-чем-л.); 2) считать, полагать, рассматривать;

    θεωρώ καθήκον (υποχρέωση) μου — считать своим долгом (своей обязанностью);

    θεωρώ απαραίτητο — считать необходимым;

    τό θεωρώ περιττό — считать излишним;

    θεωρώ κάποιον (γιά) τίμιο άνθρωπο — считать кого-л. честным человеком;

    να με θεωρείς πατέρα σου — считай меня своим отцом;

    θεωρώ προσβολή — рассматривать как оскорбление;

    θεωρώ πιθανόν — считать вероятным;

    3) свидетельствовать (подпись); визировать (документ), ставить визу;

    πρέπει να θεωρήσω το διαβατήριο μου — надо поставить визу;

    θεωρούμαι — считаться, слыть;

    θεωρείται ότι... — считается, что...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > θεωρώ

  • 2 καταλογιστός

    η, ό[ν] вменяемый, несущий ответственность за свои поступки;

    θεωρώ κάποιον καταλογιστόν — признать кого-л. вменяемым

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καταλογιστός

  • 3 υποχρεωμένος

    η, ο[ν]
    1) обязанный;

    είμαι υποχρεωμένος να... — я должен...;

    θεωρώ τον εαυτό μου υποχρεωμένο — считать себо обязанным;

    2) обязанный, признательный (кому-л.);

    είμαι υποχρεωμένος σε κάποιον — быть обязанным кому-л.

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υποχρεωμένος

  • 4 υποχρέωση

    [-ις (-εως)] η
    1) обязанность; долг; повинность;

    οικογενειακές υποχρέώσεις — семейные обязанности;

    έχω υποχρέωση σε κάποιον — быть в долгу перед кем-л.;

    καθολική στρατιωτική υποχρέωση — всеобщая воинская обязанность, повинность;

    έχω υποχρέώσεις — нести обязанности, быть обременённым обязанностями;

    ξοφλάω την υποχρέωση — не оставаться в долгу;

    θεωρώ υποχρέωση μου считать своим долгом, обязанностью;

    από υποχρέωση — по обязанности;

    2) обязательство;

    αναλαμβάνω την υποχρέωση — брать на себя обязательство;

    εκπληρώνω την υποχρέωση μου выполнять своё обязательство

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υποχρέωση

См. также в других словарях:

  • αξιώνω — (AM ἀξιῶ, όω) [άξιος] 1. θεωρώ κάτι ως δικαίωμά μου, εγείρω αξίωση, απαιτώ 2. θεωρώ κάποιον άξιο να πράξει ή να είναι κάτι ||| νεοελλ. μέσ. κατορθώνω αρχ. 1. θεωρώ κάποιον άξιο αμοιβής ή τιμωρίας 2. τιμώ, εκτιμώ 3. αποδίδω τιμή σε κάποιον, τον… …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • προσέχω — ΝΜΑ 1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.) 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά …   Dictionary of Greek

  • γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου …   Dictionary of Greek

  • ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ …   Dictionary of Greek

  • μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο …   Dictionary of Greek

  • απαξιώ — (Α ἀπαξιῶ, όω) θεωρώ ότι δεν αξίζει τον κόπο να κάνω κάτι («απαξιώ να απαντήσω») αρχ. 1. θεωρώ κάποιον ή κάτι ανάξιο λόγου, ασήμαντο 2. κρίνω κάποιον ότι δεν αξίζει για κάτι …   Dictionary of Greek

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • ομοιώνω — (ΑΜ ὁμοιῶ, όω) [όμοιος] 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι όμοιο, σύμφωνο με κάποιον ή με κάτι άλλο, εξομοιώνω («τοῑς μὲν πεπλασμένοις καὶ τοῑς γεγραμμένοις οὐδεὶς ἄν τὴν τοῡ σώματος φύσιν ὁμοιώσειε», Ισοκρ.) 2. θεωρώ κάποιον ή κάτι όμοιο με κάποιον ή με… …   Dictionary of Greek

  • ατιμάζω — (AM ἀτιμάζω) [άτιμος] 1. προσβάλλω κάποιον με λόγια ή έργα 2. κατηγορώ, βρίζω νεοελλ. 1. βιάζω ή εκπαρθενεύω 2. βλαστημώ, καταριέμαι αρχ. 1. συμπεριφέρομαι περιφρονητικά προς κάποιον 2. δεν θεωρώ κάποιον άξιο να κάνει ή να πετύχει κάτι 3. αφαιρώ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»